ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρουτώ (ρ.) κ͑ουρουdώ [kʰuruˈdo] Σίλ. gουρουτ-τού [gurutˈtu] Ουλαγ. γουρουντώ [ɣuruˈdo] Σίλ. Παρατατ. κ͑ουρουτζ̑ουνόσκα [kʰurudʒuˈnoska] Σίλ. Παθ. κ͑ουρουdούμου [kʰuruˈdumu] Σίλ. Παρατατ. κ͑ουρουτζ̑ουνόζ̑ισκα [kʰuruˈdʒunoʒiska] Σίλ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kurutmak = στεγνώνω.
Ξεραίνω, στεγνώνω ό.π.τ. Συνών. ξεραίνω :2, ξερώνω :1, ξερώνω :3, φρύγω :2