κουρτζίς
(ουσ. ουδ.)
κουρτζî́
[kurˈdzɯ]
Τροχ.
κουρτζίς
[kur'dzis]
Ανακ.
γιρτζίς
[ʝirˈdzis]
Δίλ.
γι̂ρτσίς
[ɣɯrˈtsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kırcı = παγωμένο χιόνι, χαλάζι. Η σημ. 2 κατ' επίδρ. του διαλεκτ. ουσ. kırçan = πάχνη (THADS, λ. kırcı I, kırçan II).