ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρτζίς (ουσ. ουδ.) κουρτζî́ [kurˈdzɯ] Τροχ. κουρτζίς [kur'dzis] Ανακ. γιρτζίς [ʝirˈdzis] Δίλ. γι̂ρτσίς [ɣɯrˈtsis] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kırcı = παγωμένο χιόνι, χαλάζι. Η σημ. 2 κατ' επίδρ. του διαλεκτ. ουσ. kırçan = πάχνη (THADS, λ. kırcı I, kırçan II).
1. Χαλάζι Ανακ., Δίλ., Τροχ. : Κουρτζής έπεσεν (Έπεσε χαλάζι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κουκούδι
2. Πάχνη Μισθ. Συνών. αγιάζι :2, κουραούς, πάχνη, σερίνι :3