κουρούλτισμα
(ουσ. ουδ.)
γουρούλτισμα
[ɣuˈrultizma]
Σινασσ.
qουρούλτημα
[quˈrultima]
Μαλακ.
Aπό το ρ. κουρουλντίζω, όπου και τύπ. γουρουλντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Επίδειξη, φιγούρα, κόρδωμα
ό.π.τ.