κουρόκκο (I)
(ουσ. ουδ.)
κουρόκ-κο
[kuˈrokko]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. κουρί 1 και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Γαϊδουράκι
Συνών.
γαϊδουρόκκο, σιπά