ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιπά (ουσ. ουδ.) σιπά [sɯˈpa] Φάρασ. Αρσ. σιπ͑άς [siˈpʰas] Φάρασ. Πληθ. σιπάδε [sɯˈpaðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sıpa = α) γαϊδουράκι β) παιδί.
1. Γαϊδουράκι Φάρασ. : Ελα̈́νσε ασλάν, πέτασε, έσ̑ισεν το σιπά (το λεοντάρι πήδηξε (ενν. στη ράχη του), το πέταξε, έκανε κομμάτια το γαϊδουράκι) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γαϊδουρόκκο, κουρόκκο
2. Τέκνο, παιδί Φάρασ. : || Φρ. σ̑-σ̑υλού σιπά (παιδί σκύλου˙ ως χαρακτηρισμός άτακτου ή σκληρού ανθρώπου) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.