σιπά
(ουσ. ουδ.)
σιπά
[sɯˈpa]
Φάρασ.
Αρσ.
σιπ͑άς
[siˈpʰas]
Φάρασ.
Πληθ.
σιπάδε
[sɯˈpaðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sıpa = α) γαϊδουράκι β) παιδί.
1. Γαϊδουράκι
Φάρασ.
:
Ελα̈́νσε ασλάν, πέτασε, έσ̑ισεν το σιπά
(το λεοντάρι πήδηξε (ενν. στη ράχη του), το πέταξε, έκανε κομμάτια το γαϊδουράκι)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γαϊδουρόκκο, κουρόκκο
2. Τέκνο, παιδί
Φάρασ.
:
|| Φρ.
σ̑-σ̑υλού σιπά
(παιδί σκύλου˙ ως χαρακτηρισμός άτακτου ή σκληρού ανθρώπου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.