ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σινίρ (ουσ. ουδ.) σινίρ [siˈnir] Ουλαγ. σινίρ [sɯˈnɯr] Αραβαν. σινέρι [siˈneri] Φάρασ. Πληθ. σινίδια [siˈniðʝa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. sinir= α) νεύρο β) τένοντας γ) διαλεκτ. κνήμη (Tietze 2019: λ. sinir Ι).
1. Nεύρο ό.π.τ.
2. Eιδικότ., το κάτω οπίσθιο νεύρο του ποδιού Σίλ., Φάρασ. : Κότσ̑ι μ’ οπ’ τα σινίδια του πονάει (O αστράγαλός μου πονάει από τα νεύρα του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Φτέρνα Μισθ.