σινίρ
(ουσ. ουδ.)
σινίρ
[siˈnir]
Ουλαγ.
σινίρ
[sɯˈnɯr]
Αραβαν.
σινέρι
[siˈneri]
Φάρασ.
Πληθ.
σινίδια
[siˈniðʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. sinir= α) νεύρο β) τένοντας γ) διαλεκτ. κνήμη (Tietze 2019: λ. sinir Ι).
1. Nεύρο
ό.π.τ.
2. Eιδικότ., το κάτω οπίσθιο νεύρο του ποδιού
Σίλ., Φάρασ.
:
Κότσ̑ι μ’ οπ’ τα σινίδια του πονάει
(O αστράγαλός μου πονάει από τα νεύρα του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Φτέρνα
Μισθ.