σινιχτσής
(ουσ. αρσ.)
σϋνϋχτσής
[synyxˈtsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sınıkçı, όπου και διαλεκτ. τύπ. sınıhçı = αυτός που αποκαθιστούσε τα σπασμένα οστά.
Πρακτικός γιατρός για κατάγματα
Μισθ.