σιρασούζα
(επίρρ.)
σιρασούζα
[siraˈsuza]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. sırasız = άκαιρος, ακατάλληλος με παραγωγ. επίθμ. -α.
Ακατάλληλα, ἀκαιρα
Μαλακ.