σιραχανάς
(ουσ. ουδ.)
σιρχανάς
[sirxaˈnas]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σ̑ιραχανέ
[ʃirahaˈne]
Μισθ.
Από το τουρκ. şırahane = πατητήρι.
1. Πατητήρι
Μισθ., Φάρασ.
:
Κοφτίγκανι τα σταφύλια, γεμώνgαν dα πέσου σο σσηρχανά, πατήνgαν dα μο τα πράδα τουν
(Έκοβαν τα σταφύλια, τα γέμιζαν μέσα στο πατητήρι, τα πατούσαν με τα πόδια τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.