ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιραχανάς (ουσ. ουδ.) σιρχανάς [sirxaˈnas] Τσουχούρ., Φάρασ. σ̑ιραχανέ [ʃirahaˈne] Μισθ. Από το τουρκ. şırahane = πατητήρι.
1. Πατητήρι Μισθ., Φάρασ. : Κοφτίγκανι τα σταφύλια, γεμώνgαν dα πέσου σο σσηρχανά, πατήνgαν dα μο τα πράδα τουν (Έκοβαν τα σταφύλια, τα γέμιζαν μέσα στο πατητήρι, τα πατούσαν με τα πόδια τους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Δεξαμενή για την συλλογή των όμβριων υδάτων Φάρασ. Συνών. γούρνα, μουσλούκι, χαβούζι