σιργαντίζω
(ρ.)
σιργανdίζω
[sirɣan'dizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. siğrämak = γκρινιάζω (για τον τύπο βλ. Karakurt 2017: 218).