σιρέτης
(επίθ.)
σιρέτης
[siˈretis]
Σινασσ.
σ̑ιρέτ
[ʃiˈret]
Μαλακ.
Από το νεότ. επίθ. σιρέτης = ευέξαπτος (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ., 4.15.2359 «ὅτι εἶναι σιρέτης,τελπίζης καὶ κακότροπος καὶ Φράγκων ὑπηρέτης»), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. şirret = κακός, διαβολικός χαρακτήρας β) ως επίθ., κακός άνθρωπος γ) ευέξαπτος, καυγατζής. Πβ. το κοινό σερέτης.
1. Καυγατζής
Μαλακ.
2. Στρεψόδικος
Μαλακ.
3. Ευσυγκίνητος, ευέξαπτος
Σινασσ.