ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιρνετίζω (ρ.) σ̑ιρνετίζω [ʃirneˈtizo] Φάρασ. σ̑ιρνετώ [ʃirneˈto] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. şirinmek = α) χαμογελώ β) κακομαθαίνω γ) είμαι άτακτος, έχω κακή συμπεριφορά δ) προκαλώ αναστάτωση χωρίς λόγο (Tietze 2019: λ. şirin-/şirini-/şirne-), όπου και διαλεκτ. τύπ. şirnemek (THADS 10, λ. şirnemek).
Αποθρασύνομαι, ατακτώ ό.π.τ. Συνών. αζτιέω, σιμαρτίζω