σιρνετίζω
(ρ.)
σ̑ιρνετίζω
[ʃirneˈtizo]
Φάρασ.
σ̑ιρνετώ
[ʃirneˈto]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. şirinmek = α) χαμογελώ β) κακομαθαίνω γ) είμαι άτακτος, έχω κακή συμπεριφορά δ) προκαλώ αναστάτωση χωρίς λόγο (Tietze 2019: λ. şirin-/şirini-/şirne-), όπου και διαλεκτ. τύπ. şirnemek (THADS 10, λ. şirnemek).