σισεδόκκο
(ουσ. ουδ.)
σισεδόκκου
[siseʹðoku]
Τσουχούρ.
Από το ουσ. σισές και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μπουκαλάκι
:
Το 'πομνό γεμώνκαν τα σε μιτσίκκου σισεδόκκου
(Το υπόλοιπο το γέμιζαν σε ένα μικρό μπουκαλάκι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025