ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σισεδόκκο (ουσ. ουδ.) σισεδόκκου [siseʹðoku] Τσουχούρ. Από το ουσ. σισές και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μπουκαλάκι : Το 'πομνό γεμώνκαν τα σε μιτσίκκου σισεδόκκου (Το υπόλοιπο το γέμιζαν σε ένα μικρό μπουκαλάκι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025