σιτμά
(ουσ. ουδ.)
σι̂τμά
[sɯˈtma]
Αξ., Αραβ., Σίλ., Φλογ.
σϋτμά
[sytʹma]
Σίλ.
σουτμά
[suˈtma]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ.
σιτμάς
[siˈtmas]
Σινασσ., Φάρασ.
σουτμάς
[suˈtmas]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. sıtma = ελονοσία.
1. Ελονοσία
ό.π.τ.
:
Σι̂τμά έχισκαμ'
(Παθαίναμε ελονοσία)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Εκεί είχαμι ένα μέγα τσ̑αλού, τσις καν τ’ είσ̑’ σι̂τμά, παίρνοσκαμ’ ένα γιαγλι̂́χ’, ρήνουμ’ τα τσ̑αλού απάνου
(Εκεί είχαμε ένα μεγάλο θάμνο, αν κάποιος είχε ελονοσία, παίρναμε ένα μαντήλι, το δένουμε πάνω στο θάμνο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
'ενινόσκαμ' καλά, γεβαινόσκι τ' σϋτμά
(Γινόμασταν καλά, πέρναγε η ελονοσία)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
2. Γενικότ., πυρετός
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
τ͑ίνεξε με σι̂τμά
(Με τάραξε ο πυρετός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.