ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιτμά (ουσ. ουδ.) σι̂τμά [sɯˈtma] Αξ., Αραβ., Σίλ., Φλογ. σϋτμά [sytˈma] Σίλ. σουτμά [suˈtma] Ανακ., Μαλακ., Μισθ. σιτμάς [siˈtmas] Σινασσ., Φάρασ. σουτμάς [suˈtmas] Σινασσ. Aπό το τουρκ. ουσ. sıtma = ελονοσία.
1. Ελονοσία ό.π.τ. : Σι̂τμά έχισκαμ' (Παθαίναμε ελονοσία) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Εκεί είχαμι ένα μέγα τσ̑αλού, τσις καν τ’ είσ̑’ σι̂τμά, παίρνοσκαμ’ ένα γιαγλι̂́χ’, ρήνουμ’ τα τσ̑αλού απάνου (Εκεί είχαμε ένα μεγάλο θάμνο, αν κάποιος είχε ελονοσία, παίρναμε ένα μαντήλι, το δένουμε πάνω στο θάμνο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 'ενινόσκαμ' καλά, γεβαινόσκι τ' σϋτμά (Γινόμασταν καλά, πέρναγε η ελονοσία) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3
2. Πυρετός Αξ., Μισθ., Φάρασ. : Τ͑ίνεξε με σι̂τμά (Με τάραξε ο πυρετός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Συνάχι Τσουχούρ. : Ερ να έχουμι σιτμάς γιά πονεί ο γαφά μας, τσερετός, 'νεόλημα, ατσ̑ιντότι πααίνουμι σο χασταχανέ (Αν έχουμε συνάχι ή πονά το κεφάλι μας, ξερατό, αναγούλα, τότε πηγαίνουμε στο νοσοκομείο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. καταρροή, κατεβασιά :1
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025