ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιφταχνός (επίθ.) σ̑ιφταχνό [ʃiftaxˈno] Μαλακ., Φλογ. σιφτενός [sifteˈnos] Φάρασ. σιφτενό [sifteˈno] Φάρασ. σ̑ιφταρνό [ʃiftarˈno] Μισθ. Aπό το ουσ. σιφτάχι, όπου και τύπ. σεφτές, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Πρότερος, πρώτος εκ των δύο, αρχικός ό.π.τ. : Σιφταχνού τ' άσκουμαδιου το νερό κόνωναν ασό τρογουλία απάνω οπίσω και μετ' υστερνού τ' άσκουμα γιόμωναν νύφης το λαγίν (Το νερό του πρώτου κουβά το έχυναν πέρα από το μάγγανο και με του δεύτερου κουβά το νερό γέμιζαν το λαγήνι της νύφης) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το σ̑ιφταχνό το νερό κούντανάν το (Το πρώτο χέρι νερό το έχυναν) -ΙΛΝΕ 812 σ̑ίφταρνό μ’ ’ναίκα (Η πρώτη μου γυναίκα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ε, σιφταχνά α χρόνια φόρουναν τσι γιαμανί (Ε, τα παλιά τα χρόνια φόραγαν και μαντήλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Όηλος ένι το σιφτενό το κορίτσι (Ο ήλιος είναι το πρώτο κορίτσι) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αρχινός :1, εμπροστινός, πρωτινός