πρωτινός
(επίθ.)
πρωτινός
[protiˈnos]
Φάρασ.
ομπρωτινό
[obrotiˈno]
Μαλακ.
πρωτσ̑ινό
[protʃiˈno]
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
ομbρωτσ̑ινό
[obrotʃiˈno]
Αραβαν.
πρωτ'νού
[protˈnu]
Μισθ.
ομπρωτ'νού
[obrotˈnu]
Δίλ., Μισθ.
ομbρωτιονό
[ombrotçoˈno]
Αξ., Φλογ.
εμbρωτιονό
[embrotçoˈno]
Αξ., Τροχ.
Από το μεσν. επίθ. πρωτινός, το οπ. από το επίθ. πρώτος (θ. πρωτ-) και το επίθμ. -ινός. Οι τύπ. ομbρ- αρχικά λόγω συνεκφ. με την αιτ. του οριστ. άρθρ., και κατόπιν με επανανάλυση λόγω της αναλογ. επίδρ. του επιρρ. εμπρός, όπου και τύπ. ομbρό. Εναλλακτικά, ο τύπ. ομbροτινός από την συνεκφ. ομbρό τ'. Ο τύπ. ομbρωτιονό πιθ. από *πρωτιανός αντί πρωτινός. Ο τύπ. εμbρωτιονό από παρετυμ. επίδρ. του εμbρός της κοινής ν.ε.
1. Παλαιός, προηγούμενος, αρχικός
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ.
:
Τα ομbρωτσ̑ινά αρώπ'
(Οι παλαιοί άνθρωποι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σα ομbρωτσ̑ινά τα μέρεζ ναίκα φοβότουν, άμμα γιαβάς̑- γιαβάς̑ άρχεψε να το αλι̂σ̑τι̂́σ̑’ και ντε φοβότουν
(Τις πρώτες μέρες η γυναίκα φοβόταν, αλλά σιγά σιγά άρχισε να το συνηθίζει και δεν φοβόταν)
Εκείνα τα πρωτσινά τραγούδια ήσαν μερακλίδικα, τραγούδειναμ’ και έκλαιγαμ’
(Eκείνα τα παλιά τραγούδια ήταν μερακλίδια, τραγουδούσαμε και κλαίγαμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Παίρω τ' ομbρωτιονό του
(Παίρνω το μπροστινό του˙ προλαβαίνω το κακό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αρχινός :1, αρχινός :3, εβελντινός, παλιακός, παλιός
β.
Και ως ουσ. στον πληθ., οι παλιοί, οι άνθρωποι του παλιού καιρού
Φάρασ., Φλογ.
:
Ήλεγαν τα πρωτινά μας
(Έλεγαν οι παλιοί
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Μπροστινός
Αξ., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
:
Τσ̑άχτα ομbρωτ'νού σ' γιά καμάρουσιν
(Χτύπα τον μπροστινό σου γιατί λαγοκοιμήθηκε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό 'ου κιριάς έριδι απ' του οπισ'νού δου π'τάρ', ιτό απ' τ' ομbροτ'νού
(Αυτό το κρέας έρχεται από το πισινό το ποδάρι, αυτό από το μπροστινό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το άσπρο το μαγιό ούλο φέgιζεν εμbρό τ’, εμbρωτιονού, τα πισ’νού
(Το άσπρο το μαγιό ήταν διάφανο από μπροστά, στο μπροστινό του μέρος και στο πίσω μέρος του)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Παίρω τ' ομbρωτιονό τ'
(Παίρνω τον μπροστινό του˙ προλαβαίνω το κακό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
εμπρινός
3. Πρώτος
Αραβαν., Φάρασ.
:
Το πρωτινόν τη φορά
(Την πρώτη φορά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το πρωτινό μου το τ͑αμbέχ̇ι, είπεν τι ο βασιλός, έν' ατέ
(Η πρώτη μου παραγγελία, είπε ο βασιλιάς, είναι αυτή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τα πρωτινά τουν τα δύο γιοι, πηάγαν λέικο ση στράτα, τζ’ ’υρίσταν ξοπίσω σο πεγάιδι· Το μιτσίκκο τουν πάλι πήρεν τη στράτα μπρο του τζαι πααίνει
(Οι δύο πρώτοι, οι μεγάλοι του γιου πήγαν λίγο στον δρόμο, και γύρισαν πίσω στο πηγάδι· ο μικρός πάλι, ο τρίτος, πήρε το δρόμο μπροστά του και πηγαίνει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τσούριξεν τα τσάρε του πήριν σ' το πρωτινό τ’ άβγο τζαι σ' το δεύτερο άβγο τζαι σ' το τρίτο άβγο
(Τσουρούφλισε τις τρίχες που πήρε από το πρώτο άλογο και από το δεύτερο άλογο και από το τρίτο άλογο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'γώ είμαι 'σ' τ' εσέ πρωτινό
(Εγώ είμαι πρώτος, προηγούμενος από εσένα, προηγούμαι)
Φάρασ.
-Ανδρ.