πρόψα
(επίρρ.)
πρόψα
[ˈpropsa]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. επίρρ. προψές με αναβιβασμό του τόνου πρόψε αναλογ. προς το απόψε και με επίθμ. -α αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -α. Το προψές από το προ- και το επίρρ. οψές = χθες.
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025