ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρόψα (επίρρ.) πρόψα [ˈpropsa] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. επίρρ. προψές με αναβιβασμό του τόνου ως ένδειξη δείξης και αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε . Το προψές από το προ- και το επίρρ. οψές = χθες.
Πριν από δυο νύχτες, προχθές το βράδι ό.π.τ.