πρόψα
(επίρρ.)
πρόψα
[ˈpropsa]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. επίρρ. προψές με αναβιβασμό του τόνου ως ένδειξη δείξης και -α αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -α. Το προψές από το προ- και το επίρρ. οψές = χθες.
Πριν από δυο νύχτες, προχθές το βράδι
ό.π.τ.