προχτές
(επίρρ.)
προχτές
[proˈxtes]
Ανακ., Γούρδ., Φλογ.
προχτέζ
[proˈxtez]
Ουλαγ.
πραχτές
[praˈxtes]
Φάρασ.
Από το μεταγν. επίρρ. προχθές. Ο τύπ. προχτές μεσν.
Η μέρα που προηγείται του χτες, πριν από δύο μέρες (από σήμερα)
ό.π.τ.