προχτές
(επίρρ.)
προχτές
[proˈxtes]
Ανακ., Γούρδ., Φλογ.
προχτέζ
[proˈxtez]
Ουλαγ.
πραχτές
[praˈxtes]
Αφσάρ., Φάρασ.
πρεχτές
[preˈxtes]
Μαλακ.
Από το μεταγν. επίρρ. προχθές. Ο τύπ. προχτές μεσν.
Προχτές
ό.π.τ.
:
Ατό το χωράφι τ͑α πραχτές έννα θεριέτουν
(Αυτό το χωράφι έπρεπε από προχθές ακόμη να είναι θερισμένο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Πβ.
πρόψα
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025