ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προχτές (επίρρ.) προχτές [proˈxtes] Ανακ., Γούρδ., Φλογ. προχτέζ [proˈxtez] Ουλαγ. πραχτές [praˈxtes] Αφσάρ., Φάρασ. πρεχτές [preˈxtes] Μαλακ. Από το μεταγν. επίρρ. προχθές. Ο τύπ. προχτές μεσν.
Προχτές ό.π.τ. : Ατό το χωράφι τ͑α πραχτές έννα θεριέτουν (Αυτό το χωράφι έπρεπε από προχθές ακόμη να είναι θερισμένο) Αφσάρ. -Αναστασ. Πβ. πρόψα
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025