προτού
(σύνδ.)
προτού
[proˈtu]
Μισθ.
πουρτ'
[purt]
Αξ.
Από την αρχ. ή μεταγν. πρόθ. προτοῦ.
1. Ως σύνδ., πριν
ό.π.τ.
:
Ράνα δου καλά, προτού d'αγοράεις
(Κοίτα το καλά, πριν το αγοράσεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Πουρ να πεθάν΄ δώκαν και τα κόλλ'φα τ’
(Πριν να πεθάνει έδωσαν και τα κόλλυβά του˙ Όταν βιαζόμαστε να ξεφορτωθούμε κάποιον)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Πουρτ' να 'μείς στο παγρί, με νιέσαι οξ̑ίγ̑'
(Πριν μπεις στο πιθάρι, μη γίνεσαι ξίδι˙ Για τους επιπόλαιους και βιαστικούς που τρέχουν πριν απ' τα γεγονότα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
όποτε, πιρμή, πριν, πριχού
2. Ως πρόθ., πριν
Μισθ.
:
Ούλα ντουσ̑ούd'σι ντα προτού ντου γάμους
(Τα σκέφτηκε όλα πριν τον γάμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.