ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όποτε (σύνδ.) όποτε [opote] Αραβαν., Μισθ. όποτ' [ˈopot] Αξ. οπότε [oˈpote] Γούρδ. 'πότε [ˈpote] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ. 'ποτέ [poˈte] Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ. 'ποτές [poˈtes] Φάρασ. 'πότι [ˈpoti] Μαλακ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ. 'πότ' [pot] Αξ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. 'πούτ' [put] Τσαρικ. όπουτια [ˈoputça] Μισθ. Αρχ. σύνδ. ὁπότε. Ο τύπ. ὅποτε ήδη μεσν.
1. Όποτε, χρονικός σύνδ. για επαναλαμβανόμενη πράξη κυρ. στο παρελθόν ό.π.τ. : Όποτε ντο̈γιΰσ̑τϋζαν άνdρα και ναίκα, το ζαβαλί το φσ̑άχ βρίσ̑κισ̑κε το μπελά τ’ (όποτε μάλωναν ο άντρας και η γυναίκα, το κακόμοιρο το παιδί έβρισκε το μπελά του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όποτε ράνανα ένα κιάστανα στεκόδουμι (όποτε έβλεπα μιά καστανιά, στεκόμουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Όπουτια έριdι αψά, αψά μπιλέ φέγ' (Όποτε έρχεται νωρίς, φεύγει και νωρίς) Μισθ. -Φατ. Όπουτια 'στένανι κανείς σ̑άνοιξαμ' ντου τρίψιμου μι γάζιαχ (Όποτε αρρώσταινε κάποιος του κάναμε εντριβή με πετρέλαιο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. οποτανκιάν
2. Όταν, την εποχή ή τη στιγμή ή την ώρα που ό.π.τ. : 'πότ' ήτομαι μικρό (Όταν ήμουν μικρός) Σίλατ. -Αλεκτ. Εγώ ας πάρω το κορίτσ̑΄, πότ' το λούζω ας το μπογντούσω, κι εσ̑ύ έπαρ' το παιγί, πότε κόφτεις τα μαλλιά τ’ σφάξε το (Εγώ ας πάρω το κορίτσι, και καθώς το λούζω ας το πνίξω, κι εσύ πάρε το αγόρι, και την ώρα που κόβεις τα μαλλιά του σφάξε το) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κι πότι παίν', κλέφτ' ένα πουτήρ' (Και όταν πήγε, έκλεψε ένα ποτήρι) Μαλακ. -Dawk. Ετό ναίκα τ’ ένα μέρα πότε κένdανεν, το βολόν' σέμην σο χέρι τ' (Αυτή η γυναίκα του, μιά μέρα που κένταγε, το βελόνι μπήκε στο χέρι της) Σίλατ. -Dawk. Και 'πότε παγαίνει ση στράτα, πείνασε (Και καθώς πήγαινε στο δρόμο, πείνασε) Ποτάμ. -Dawk. 'ποτέ έρσ̑εται, είδεν δυο παιδιά (Καθώς ερχόταν, είδε δυο παιδιά) Ποτάμ. -Dawk. 'ποτέ σωρεύ' το ρεβίθ', να φυτεύτηνε ομbρό της ο Μπεκήρ Αγάς (Ενώ μάζευε τα ρεβίθια, νά σου ξεφύτρωσε μπροστά της ο Μπεκήρ Αγάς) Σινασσ. -Τακαδόπ. 'ποτέ τα λέσκαμ' αβούτσα, κρούσανε τη θύρα τ' αυλής (Καθώς τα λέγαμε έτσι, χτύπησαν την πόρτα της αυλής) Σινασσ. -Λεύκωμα 'ποτές καθούσανdε, ήρτε ο ύπνος του σον νουν του (Ενώ καθόντουσαν, ήρθε στο νου του το όνειρό του) Φάρασ. -Dawk.Boy Ούτσα τα λέισ̑καμ' πότ' τα τραγωρούμ' ατά (Έτσι τα λέγαμε όταν τα τραγουδούσαμε αυτά) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 'πούτ' τρων, ήρτι απάνου τ'νι 'να γιορόν' (Την ώρα που έτρωγαν, ήρθε κοντά τους ένας γέρος) Τσαρικ. -Καραλ. ’πότ’ παίν’νε, το Αναστάης λίψασε (Την ώρα που πήγαιναν, ο Αναστάσης δίψασε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Ασμ. Αν ποίκεις το μαύρο σου πουλί κι άγωρο χελιδόνι
παγαίνεις και συφτάνεις 'πότε την ευλογίζουν
(Αν κάνεις το μαύρο σου άλογο πουλί και γρήγορο χελιδόνι
πηγαίνεις και προφταίνεις την ώρα που την παντρεύουν)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Συνών. μετό, οπόταν :1, οποτανκιάν
3. Πριν Τσαρικ. : Ισύ 'πούτ' να πας, ογώ πήα (Πριν να πας εσύ, εγώ πήγα) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Συνών. πιρμή, πριν, πριχού, προτού
Τροποποιήθηκε: 07/07/2025