οπισιτσικινός
(επίθ.)
πισιτζικ'νός
[pisidziʹknos]
Σίλ.
πιτσικνός
[pitsiʹknos]
Σίλ.
Από το αμάρτ. επίθ. *οπισίτσικος (< οπίσω) και το παραγωγ. επίθμ. - ινός.
Πβ.
εμπροστινινός
Οπίσθιος, πισινός
:
Πισιτζικ'νή σ̑ύρα μας χάλασε
(Η πίσω πόρτα μας χάλασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
οπισινός
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025