ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οπισιτσικινός (επίθ.) πισιτζικ'νός [pisidziʹknos] Σίλ. πιτσικνός [pitsiʹknos] Σίλ. Από το αμάρτ. επίθ. *οπισίτσικος (< οπίσω) και το παραγωγ. επίθμ. - ινός. Πβ. εμπροστινινός
Οπίσθιος, πισινός : Πισιτζικ'νή σ̑ύρα μας χάλασε (Η πίσω πόρτα μας χάλασε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. οπισινός
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025