ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξύγαλα (ουσ. ουδ.) οξύγαλα [oˈksiɣala] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ. οξ̑ύγαλα [oˈkʃiɣala] Αξ., Φλογ. οξ̑ύqαλα [oˈkʃiqala] Φλογ. Αρχ. ουσ. ὀξύγαλα.
Γιαούρτι ό.π.τ. : Κάμω οξύγαλα (Φτιάχνω γιαούρτι) Ανακ. -Κωστ.Α. Ας σε κονώσω και οξ̑ύγαλα (ας σου βάλω να φας και γιαούρτι) Αξ. -Μαυροχ. Τσ̑άλνταναν ντο οξ̑ύγαλα (Χτύπαγαν το γάλα για να γίνει γιαούρτι) Αξ. -Μαυροχ. || Φρ. Έφαγεν βαλιού οξ̑ὐγαλα (Έφαγε βουβαλιού γιαούρτι˙ για τις εγκύους που καθυστερούν να γεννήσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Όποιος καεί στο φαγί φυσά και τ' οξύγαλα (Όποιος καεί στη σούπα φυσάει και το γιαούρτι˙ το πάθημα μας κάνει επιφυλακτικούς) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιαούρτι
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025