οξύγαλα
(ουσ. ουδ.)
οξύγαλα
[oˈksiɣala]
Ανακ., Σινασσ.
οξ̑ὐγαλα
[oˈkʃiɣala]
Αξ., Φλογ.
οξ̑ύqαλα
[oˈkʃiqala]
Φλογ.
Αρχ. ουσ. ὀξύγαλα.
Γιαούρτι
ό.π.τ.
:
Κάμω οξύγαλα
(φτιάχνω γιαούρτι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ας σε κονώσω και οξ̑ὐγαλα
(ας σου βάλω να φας και γιαούρτι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Τσ̑άλνταναν ντο οξ̑ύγαλα
(Χτύπαγαν το γάλα για να γίνει γιαούρτι)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Φρ.
Έφαγεν βαλιού οξ̑ὐγαλα
(έφαγε βουβαλιού γιαούρτι˙ για τις εγκύους που καθυστερούν να γεννήσουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Όποιος καεί στο φαγί φυσά και τ' οξύγαλα
(Όποιος καεί στο φαί φυσάει και το γιαούρτι˙ Το πάθημα μας κάνει επιφυλακτικούς)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιαούρτι, οξινόγαλα