οξινίζω
(ρ.)
οξ̑ινίζω
[okʃiˈnizo]
Αξ.
Αόρ.
οξ̑ίντσα
[oˈkʃintsa]
Μισθ.
Μεσν. ρ. ὀξινίζω, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ὄξινος και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.