ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξινίζω (ρ.) οξ̑ινίζω [okʃiˈnizo] Αξ. Αόρ. οξ̑ίντσα [oˈkʃintsa] Μισθ. Μεσν. ρ. ὀξινίζω, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ὄξινος και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αμτβ., ξινίζω ό.π.τ. : Οξ̑ίντ’σιν ντου κρασί (ξίνισε το κρασἰ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. οξίζω