οξινίτσικος
(επίθ.)
οξ̑ινίσ̑κο
[okʃiˈniʃko]
Αξ.
Από το επίθ. όξινος και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πολύ ξινός
Πβ.
αφρίδι
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025