οξινίτσικος
(επίθ.)
οξ̑ινίσ̑κο
[okʃiˈniʃko]
Αξ.
Από το επίθ. οξινός και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πολύ ξινός
Συνών.
αφρίδι