οξινίτσα
(ουσ. θηλ.)
οξινίτσα
[oksiˈnitsa]
Μαλακ., Μισθ.
οξ̑ινίτσ̑α
[okʃiˈnitʃa]
Αξ.
Πληθ.
'ξινίτσες
[ksiˈnitses]
Σίλατ.
Από το επίθ. όξινος και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα. Πβ. ν.ε. ξινήθρα.
Συνήθως κατά πληθ., το εδώδιμο χόρτο οξαλίς η ξινίθρα (οxalis acetosella) της οικογενείας των Οξαλιδιδών, κοινώς ξiνίθρα, με χαρακτηριστικά ξινή γεύση λόγω του οξαλικού οξέος που περιέχει
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γιαϊλαϊού οξινίτσα
(Ξινήθρα του οροπεδίου˙ είδος λάπαθου που έβρισκαν στα χωράφια και την έτρωγαν με ψωμί αλατίζοντάς το)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
οξινίστρα