οξινός
(επίθ.)
οξινό
[oksiˈno]
Μισθ.
οξ’νού
[oksˈnu]
οξωνού
[oksˈnu]
Φλογ.
όξ’νου
[ˈoksnu]
Μισθ.
Από το επίρρ. έξω, όπου και τύπ. όξου, και το παραγωγ. επίθ. -ινός.
Εξωτερικός
ό.π.τ.
:
Ο’ξνου τ’ θύρα
(εξωτερική πόρτα, η εξώπορτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Οξινό ντου σπίτ’
(εξωτερικό το σπίτι˙ εξωτερικό δωμάτιο όπου είχαν το τουντούρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
όξω :4