οξινός
(επίθ.)
οξινό
[oksiˈno]
Μισθ.
οξ’νού
[oksˈnu]
οξωνού
[oksˈnu]
Φλογ.
όξ’νου
[ˈoksnu]
Μισθ.
Από το επίρρ. έξω, όπου και τύπ. όξου, και το παραγωγ. επίθ. -ινός.Ο σχηματ. κατά γεν. πτώση συνήθης σε τοπ. και χρον. προσδ.
Πβ.
εμπροστινός,
μεσινός,
οπισινός
Εξωτερικός
ό.π.τ.
:
Ο’ξνού τ’ θύρα
(Εξωτερική πόρτα, εξώπορτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Οξινό ντου σπίτ’
(Το εξωτερικό σπίτι˙ εξωτερικό δωμάτιο όπου βρισκόταν το ταντούρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
όξω :6
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025