ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξούζ (επίθ.) ο̈ξΰζ [øˈksyz] Ουλαγ., Σίλ. οξούζ [oˈksuz] Τσαρικ. Πληθ. ο̈ξΰζια [øˈksyzʝa] Ουλαγ. οξούζια [oˈksuzʝa] Τσαρικ. Από το τουρκ. επίθ. öksüz = ορφανός.
Ορφανός ό.π.τ. : Κοριτσ̑ιού ντο μάνα χάε, ’πόμ'νε ο̈ξΰζ (Η μητέρα του κοριτσιού πέθανε, έμεινε ορφανό) Ουλαγ. -Κεσ. Ογώνα ένα öξΰζ κορίσ̑' μαι (Εγώ είμαι ένα ορφανό κορίτσι) Ουλαγ. -Κεσ. Ντου μποίκις ντ' όργου 'νι ορτό, οξούζια κ'λάτσα ν' αφήκεις; (Ήταν σωστό αυτό που έκανες, ν' αφήσεις ορφανά παιδιά;) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. γαρίπης :3, ορφανός :1
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025