οξούζ
(επίθ.)
ο̈ξΰζ
[øˈksyz]
Ουλαγ., Σίλ.
οξούζ
[oˈksuz]
Τσαρικ.
Πληθ.
ο̈ξΰζια
[øˈksyzʝa]
Ουλαγ.
οξούζια
[oˈksuzʝa]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. επίθ. öksüz = ορφανός.
Ορφανός
ό.π.τ.
:
Ντου μποίκις ντ' όργου 'νι ορτό, οξούζια κ'λάτσα ν' αφήκεις;
(Ήταν σωστό αυτό που έκανες, ν' αφήσεις ορφανά παιδιά;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Κοριτσ̑ιού ντο μάνα χάε, ’πόμ'νε ο̈ξΰζ
(Η μητέρα του κοριτσιού πέθανε, έμεινε ορφανό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
γαρίπης :3