οξινάδα
(ουσ. θηλ.)
οξινάδα
[oksiˈnaða]
Μαλακ.
ξ̑ινάρα
[kʃiˈnara]
Σίλ.
οξ̑ινιάγια
[okʃiˈnaʝa]
Αξ.
ξ̑ινιάρα
[kʃiˈɲara]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. ὀξινάδα (Gesprächb. 36.631) από το επίθ. ὄξινος με παραγωγ. επίθ. -άδα > -άρα ή -άγια.
Ξινίλα
ό.π.τ.