ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξινάδα (ουσ. θηλ.) οξινάδα [oksiˈnaða] Μαλακ. ξ̑ινάρα [kʃiˈnara] Σίλ. οξ̑ινιάγια [okʃiˈnaʝa] Αξ. ξ̑ινιάρα [kʃiˈɲara] Σίλ. Μεσν. ουσ. ὀξινάδα (Gesprächb. 36.631) από το επίθ. ὄξινος με παραγωγ. επίθ. -άδα > -άρα ή -άγια.
Ξινίλα ό.π.τ.