ονταποίο
(αντων.)
ονdαποίο
[ondaˈpio]
Φάρασ.
ονdάποιο
[ondaˈpio]
Φάρασ.
ονσαποίο
[onsaˈpio]
Φάρασ.
ονσοποίο
[onsoˈpio]
Φάρασ.
Από την φρ. όνdινα ποίον (βλ. λ. όστις ό,τι) με φωνολογική μείωση λόγω γραμματικοποίησης. Για την αντων. αυτή βλ. Αναστασιάδης (1976: 167).
Αόριστη αναφορ. αντωνυμία, όποιος, οποιοσδήποτε
:
Γρέψε ατιά τα θάλε, τζ̑αι ονdαποίο ένι κνιπό, πε με τα
(Κοίτα αυτές τις πέτρες, και όποια είναι πολύτιμη, πες το μου)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Οντάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', ατζείνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε
(Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = ΚΔ Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει)
Φάρασ.
-Lag.
Δώσ' τα ονσαποίο νομάτη 'υρεύεις
(Δώσ' τα σε όποιον άνθρωπο θέλεις)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Μ' ονdαποίο μασ̑αίρ' 'α φσάκ', 'α φσάξουν τζ̑αι σένα
(Με όποιο μαχαίρι θα σφάξεις, θα σφάξουν κι εσένα˙ Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
όποιος, όπου, όστις
Τροποποιήθηκε: 17/07/2025