οξιδιάρης
(επίθ.)
οξιδιάρ’
[oksiˈðʝar]
Μαλακ.
Από το ουσ. οξίδι με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιάρ'.
Αυτός που έχει ξιδιάσει, ξιδιασμένος
Μαλακ.