οξιδιάρης
(επίθ.)
οξιδιάρ’
[oksiˈðʝar]
Μαλακ.
Από το ουσ. οξίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Αυτός που έχει ξιδιάσει, ξιδιασμένος
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025