ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ονομάζω (ρ.) ονομάζω [onoˈmazo] Γούρδ., Μισθ. ονομάζουμαι [onoˈmazume] Γούρδ. Αόρ. ονόμ’σα [oˈnomsa] Γούρδ. Αρχ. ρ. ὀνομάζω.
Ονομάζω, αποκαλώ ό.π.τ. : Ντέ ξέρουμ’ ντα ντώδ’κα μήνις πώς τ’ όνόμαζαν (δεν ξέρουμε τους δώδεκα μήνες πώς τους ονόμαζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πώς το ονομάσανε το παιδί; (Ντου φσιαχ τιάλ ντου (ο)νούμασαν;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. λαλώ, λέγω