οντάς
(ουσ. αρσ.)
οdάς
[oˈdas]
Ανακ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Τσελτ., Φάρασ.
οντά
[oˈda]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
οτ͑άς
[οˈtʰas]
Φκόσ.
οτάς
[oˈtas]
Αφσάρ., Φάρασ.
οτά
[oˈta]
Φλογ.
ντοdά
[doˈda]
Τσαρικ.
Πληθ.
οdάδια
[oˈdaðʝa]
Δίλ., Ποτάμ., Τελμ.
οdάδε
[oˈdaðe]
Φκόσ.
οdάϊα
[oˈdaja]
Μισθ.
ντάιγια
[ˈdaiʝa]
Αξ.
Νεότ. ουσ. ὀντάς (βλ. Δουκ., Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. oda = δωμάτιο. O τύπ. ντοdά λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ.
1. Δωμάτιο
ό.π.τ.
:
Eίχε εξ ντάιγια μέσ̑ι τ'
(Eίχε έξι δωμάτια μέσα του, ενν. το σπίτι)
Αξ.
-Dawk.
Το κιρίκα πάασάν ντο ντ' οdά
(Το γαϊδούρι το πήγαν στο δωμάτιο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Άντράς κι 'εναίκα επίσασ̑ι τενά οdά
(Ο άντρας και η γυναίκα ξάπλωσαν σε ένα δωμάτιο)
Σίλ.
-Dawk.
Δώκεν του ένα οτά να κοιμηθεί
(Του έδωσε ένα δωμάτιο να κοιμηθεί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'ρώ του σπίτσ̑ι̂ κι είσ̑ι ένα ντουλάbι, οπ' κουγιουμτζ̑ή 'εναίκας οdά κολ̑λ̑ημένου 'του
(Αυτό το σπίτι είχε ένα ντουλάπι, που ήταν κολλημένο στο δωμάτιο της γυναίκας του χρυσοχόου)
Σίλ.
-Dawk.
Tου πνώνκαμι ο οτάς
(To δωμάτιο όπου κοιμόμαστε, ο κοιτώνας)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Συνών.
σπίτι, φτάλμι
2. Ειδικότ., καθιστικό, που εκτός από χώρος υποδοχής, μπορούσε να λειτουργήσει και ως ξενώνας
Ανακ., Μισθ., Τσαρικ., Τσελτ., Φάρασ.
:
Πήρεν ντα μισαφούρ'. Οdάς πάλι τζ̑οὔσε· ύπνωσε αdζ̑εί κοντά τουνε, τσ̑ιπ 'ς αν ντόπα
(Τους πήρε να τους φιλοξενήσει αλλά δεν είχε ένα ξεχωριστό μεγάλο κεντρικό δωμάτιο. Τους κοίμησε εκεί κοντά σ' αυτόν και την οικογένειά του, όλοι στον ίδιο χώρο )
Φάρασ.
-Dawk.
Χέκιξαμ' μισαφιριούς σου καλόν ντ’ όdά να τσοιμηχούν
(Βάξαμε τους μουσαφίρηδες στον καλό το δωμάτιο να κοιμηθούν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είχαμ' οντάια, ερόδαν Τούρτσ̑' τσ̑οιμόδαν σου σπίτ' μας
(Είχαμε δωμάτια-ξενώνες, έρχονταν Τούρκοι κοιμόντουσαν στο σπίτι μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Οχτώ καμάρις 'να σπίτ' λέ', είχαμ' ντερενού μέα οντά, μπουριούκτιζάν ντα τίδα, μεγάλα ντα σερνιτσοί λέει, κάδαν λέει
(Οχτώ καμάρες ένα σπίτ λέει, είχαμε τότε ένα μεγάλο καθιστικό, μαζεύονταν οι τέτοιοι, οι μεγάλοι άντρες λέει, κάθονταν λέει)