ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξινίστρα (ουσ. θηλ.) οξινίστρα [oksiˈnistra] Μισθ. Από το επίθ. όξινος και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα. Πβ. ν.ε. ξινήθρα.
Συνήθως κατά πληθ., το εδώδιμο χόρτο οξαλίς η ξινίθρα (οxalis acetosella) της οικογενείας των Οξαλιδιδών, κοινώς ξiνίθρα, με χαρακτηριστικά ξινή γεύση λόγω του οξαλικού οξέος που περιέχει : -Οξινίστρις τι τσ̑όδαν; -Όπως σαν τα λάχανα 'νdι τσι ξινά (Τι είναι οι ξινίθρες; -Σαν τα λάχανα είναι, και ξινά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. οξινίτσα