οξινίστρα
(ουσ. θηλ.)
οξινίστρα
[oksiˈnistra]
Μισθ.
Από το επίθ. όξινος και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα. Πβ. ν.ε. ξινήθρα.
Συνήθως κατά πληθ., το εδώδιμο χόρτο οξαλίς η ξινίθρα (οxalis acetosella) της οικογενείας των Οξαλιδιδών, κοινώς ξiνίθρα, με χαρακτηριστικά ξινή γεύση λόγω του οξαλικού οξέος που περιέχει
:
-Οξινίστρις τι τσ̑όδαν; -Όπως σαν τα λάχανα 'νdι τσι ξινά
(Τι είναι οι ξινίθρες; -Σαν τα λάχανα είναι, και ξινά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
οξινίτσα