οξορτά
(επίρρ.)
οξορτά
[oksorˈta]
Σίλ.
οξούρτα
[oˈksurta]
Μαλακ.
όξορτα
[ˈoksorta]
Μισθ., Φλογ.
Από τα επίρρ. όξω και ορτά.
1. Προς τα έξω
ό.π.τ.
:
Βγάλ’ άσο πένdζ̑ερε όξορτα
(σκύβει από το παράθυρο προς τα έξω)
Φλογ.
-Dawk.
Πήιν όξορτα
(Πήγε προς τα έξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ