ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξορτά (επίρρ.) οξορτά [oksorˈta] Σίλ. οξούρτα [oˈksurta] Μαλακ. όξορτα [ˈoksorta] Μισθ., Φλογ. Από τα επίρρ. όξω και ορτά.
1. Προς τα έξω ό.π.τ. : Βγάλ’ άσο πένdζ̑ερε όξορτα (σκύβει από το παράθυρο προς τα έξω) Φλογ. -Dawk. Πήιν όξορτα (Πήγε προς τα έξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Ίσια Φλογ. Συνών. ορθούτσικα