οξορτά
(επίρρ.)
οξορτά
[oksorˈta]
Σίλ.
όξορτα
[ˈoksorta]
Μισθ., Φλογ.
οξούρτα
[oˈksurta]
Μαλακ.
Από τα επίρρ. όξω και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
1. Προς τα έξω
ό.π.τ.
:
Βγάλ’ άσο πέντζ̑ερε όξορτα
(σκύβει από το παράθυρο προς τα έξω)
Φλογ.
-Dawk.
Πήιν όξορτα
(Πήγε προς τα έξω)
Μισθ.
-Μακρ.
Χέκιξα ου ντετσιού σου γιοργάν', ένα ψίκαρα όξορτα τσι λίου απέσορτα
(Την έβαζα εκεί στο πάπλωμα, ελάχιστα προς τα έξω και λίγο προς τα μέσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025