ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξορτά (επίρρ.) οξορτά [oksorˈta] Σίλ. όξορτα [ˈoksorta] Μισθ., Φλογ. οξούρτα [oˈksurta] Μαλακ. Από τα επίρρ. όξω και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
1. Προς τα έξω ό.π.τ. : Βγάλ’ άσο πέντζ̑ερε όξορτα (σκύβει από το παράθυρο προς τα έξω) Φλογ. -Dawk. Πήιν όξορτα (Πήγε προς τα έξω) Μισθ. -Μακρ. Χέκιξα ου ντετσιού σου γιοργάν', ένα ψίκαρα όξορτα τσι λίου απέσορτα (Την έβαζα εκεί στο πάπλωμα, ελάχιστα προς τα έξω και λίγο προς τα μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ίσια Φλογ. Συνών. ορθούτσικα
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025