οπίσορτα
(επίρρ.)
οπίσορτα
[oˈpisorta]
Μισθ.
οπίσουρτα
[oˈpisurta]
Μαλακ.
Από τα επίρρ. οπίσω και ορτά.
Προς τα πίσω, στην πίσω πλευρά
ό.π.τ.
:
Οπίσορτα ντα παλιά σας ντα σπίτια στράδα απάν' είχιν 'να πανdζ̑αρά αχτσ̑ά μικρό
(Στην πίσω πλευρά στα παλιά σας τα σπίτια στον δρόμο επάνω είχε ένα παράθυρο τόσο μικρό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ