ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οπίσορτα (επίρρ.) οπίσορτα [oˈpisorta] Μισθ. οπίσουρτα [oˈpisurta] Μαλακ. Από τα επίρρ. οπίσω και ορτά.
Προς τα πίσω, στην πίσω πλευρά ό.π.τ. : Οπίσορτα ντα παλιά σας ντα σπίτια στράδα απάν' είχιν 'να πανdζ̑αρά αχτσ̑ά μικρό (Στην πίσω πλευρά στα παλιά σας τα σπίτια στον δρόμο επάνω είχε ένα παράθυρο τόσο μικρό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ