οπόταν
(σύνδ.)
οπόταν
[oˈpotan]
Γούρδ.
οπότιν
[oˈpotin]
Σίλ.
'πόταν
[ˈpotan]
Σίλ.
'πότιν
[potin]
Σίλ.
Αρχ. σύνδ. ὁπόταν. Οι τύπ. με [i] από επίδρ. του συνδ. οπότε, όπου και τύπ. 'πότι.
Όταν, για άπαξ ενέργεια στο παρελθόν
ό.π.τ.
:
'πόταν είρι την gόρη, σεβνταλάντζ̑ησι
(Όταν είδε την κοπέλα, την ερωτεύτηκε)
Σίλ.
-Dawk.
Βαβάς τσ̑ης 'πόταν είρι τούτα, μποσαdά τσ̑ην 'εναίκα του
(Ο πατέρας της όταν το βλέπει αυτό, χωρίζει την γυναίκα του)
Σίλ.
-Dawk.
'εναίκα του κι 'πόταν γιουκούγει τούτα, οπ' τσ̑η χολήν τζ̑ης πέσανι
(Η γυναίκα του όταν τα ακούει αυτά, από το θυμό της πέθανε)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
οποτανκιάν :2, όποτε :2
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025