ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οπόταν (σύνδ.) οπόταν [oˈpotan] Γούρδ. οπότιν [oˈpotin] Σίλ. 'πόταν [ˈpotan] Σίλ. 'πότιν [potin] Σίλ. Αρχ. σύνδ. ὁπόταν. Οι τύπ. με [i] από επίδρ. του συνδ. οπότε, όπου και τύπ. 'πότι.
Όταν, για άπαξ ενέργεια στο παρελθόν ό.π.τ. : 'πόταν είρι την gόρη, σεβνταλάντζ̑ησι (Όταν είδε την κοπέλα, την ερωτεύτηκε) Σίλ. -Dawk. Βαβάς τσ̑ης 'πόταν είρι τούτα, μποσαdά τσ̑ην 'εναίκα του (Ο πατέρας της όταν το βλέπει αυτό, χωρίζει την γυναίκα του) Σίλ. -Dawk. 'εναίκα του κι 'πόταν γιουκούγει τούτα, οπ' τσ̑η χολήν τζ̑ης πέσανι (Η γυναίκα του όταν τα ακούει αυτά, από το θυμό της πέθανε) Σίλ. -Dawk. Συνών. οποτανκιάν :2, όποτε :2
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025