οπόταν
(σύνδ.)
οπόταν
[oˈpotan]
Γούρδ.
οπότιν
[oˈpotin]
Σίλ.
'πόταν
[ˈpotan]
Σίλ.
'πότιν
[potin]
Σίλ.
Αρχ. σύνδ. ὁπόταν. Οι τύπ. με [i] από επίδρ. του συνδ. οπότε, όπου και τύπ. 'πότι.
1. Όταν, για επαναλαμβανόμενη πράξη στο παρελθόν
ό.π.τ.
:
Οπότιν κι αν έρσ̑ιτι 'ς του σπίτσ̑ι
(Όποτε κι αν ερχόταν στο σπίτι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
οποτανκιάν, όποτε
2. Όταν, για άπαξ ενέργεια στο παρελθόν
ό.π.τ.
:
'πόταν είρι την γκόρη, σεβνταλάνdζ̑ησι
(Όταν είδε την κοπέλα, την ερωτεύτηκε)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
οποτανκιάν, όποτε