ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οπόταν (σύνδ.) οπόταν [oˈpotan] Γούρδ. οπότιν [oˈpotin] Σίλ. 'πόταν [ˈpotan] Σίλ. 'πότιν [potin] Σίλ. Αρχ. σύνδ. ὁπόταν. Οι τύπ. με [i] από επίδρ. του συνδ. οπότε, όπου και τύπ. 'πότι.
1. Όταν, για επαναλαμβανόμενη πράξη στο παρελθόν ό.π.τ. : Οπότιν κι αν έρσ̑ιτι 'ς του σπίτσ̑ι (Όποτε κι αν ερχόταν στο σπίτι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. οποτανκιάν, όποτε
2. Όταν, για άπαξ ενέργεια στο παρελθόν ό.π.τ. : 'πόταν είρι την γκόρη, σεβνταλάνdζ̑ησι (Όταν είδε την κοπέλα, την ερωτεύτηκε) Σίλ. -Dawk. Συνών. οποτανκιάν, όποτε