όποιος
(αντων.)
όποιος
[opços]
Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
όποιο
[ˈopço]
Γούρδ.
όποιους
[ˈopçus]
Σίλ.
όπσ̑ο
[ˈopʃo]
Αξ.
Αιτ.
όποιονα
[ˈopçona]
Μισθ.
Μεσν. αντων. ὅποιος, το οπ. από αρχ. ποῖος με προσθήκη αρχικού ὁ- αναλογ. κατά τα άλλα ζευγάρια ερωτηματικών - αοριστολογικών αντων.
1. Στη θέση ουσιαστικού, όποιος
ό.π.τ.
:
Όποιος να έρτ’, να μη ανοίξ̑’ τη θύρα
(όποιος κι αν έρθει, μην ανοίξεις την πόρτα))
Σίλατ.
-Dawk.
Κοσμάς, σ' όποιονα κοντά τουν κάϊδι, λέει αβαλντανού μασάλια
(ο Κοσμάς σε όποιον κοντά του κάθεται, λέει παλιές ιστορίες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ο παπάς λένκε «όποιος θέλει 'ς έρτει να πάρει το παϊρά’ι»
(ο παπάς έλεγε «όποιος θέλεις να έρθει να πάρει τη σημαία με την Ανάσταση» )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Όποιος παίνιξιν σου χαdζή φέριξιν ντάμα τ’ τσι ντου κεφίνι τ’
(Όποιος πήγαινε στα Ιεροσόλυμα έφερνε μαζί του και τα σάβανό του )
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Όποιος έχ̑' αμbέλια ας βαλ̑' εργάτες
(Όποιος έχει αμπέλια ας πάρει εργάτες γι'αυτά˙ Ο καθένας ας φροντίσει για τις εργασίες του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ονταποίο, όπου, όστις ό,τι
2. Σε θέση επιθέτου,, όποιος
ό.π.τ.
:
Ασ' όποιο μέρος βγαίν’ το όλιος λεν το ανατολή
(από όποιο μέρος βγαίνει ο ήλιος το λένε Ανατολή)
Γούρδ.
-Καράμπ.