οπούθε
(επίρρ.)
οπούχ'
[oˈpux]
Ουλαγ.
οπούγι
[oˈpuʝi]
Ουλαγ.
όπουγ̑'
[ˈopuʝ]
Ουλαγ.
όπουι
[ˈopui]
Ουλαγ.
Από το μεσν. επίρρ. ὁποῦθεν (Λεξ. Κριαρ., λ. οπόθεν).
Τοπικό αναφορικό αοριστολογικό επίρρ., όπου, σε όποιο μέρος, οπουδήποτε
ό.π.τ.
:
Το παιί έπε κι: «πούγι να πας;» ντο τσ̑ι̂ράκ' έπε κι: «Να πω 'γώ, ισ̑ύ οπούγι παίνεις.»
(Το παιδί είπε ότι: «πού θα πας;"· Ο υπηρέτης είπε ότι: «Εγώ θα πάω όπου πας εσύ».)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ας μπιτιρίσω ντο μετέλ’, και οπούχ' να πάτ', αμέτ'
(Ας τελειώσω το παραμύθι, και όπου είναι να πάτε ας πάτε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Να πω 'γώ, ισ̑ύ οπούγι παίνεις
(θα πάω εγώ, όπου εσύ πηγαίνεις)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
όπου, πούταν, τσάπου