ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οπούθε (επίρρ.) οπούχ' [oˈpux] Ουλαγ. οπούγι [oˈpuʝi] Ουλαγ. όπουγ̑' [ˈopuʝ] Ουλαγ. όπουι [ˈopui] Ουλαγ. Από το μεσν. επίρρ. ὁποῦθεν (Λεξ. Κριαρ., λ. οπόθεν).
Τοπικό αναφορικό αοριστολογικό επίρρ., όπου, σε όποιο μέρος, οπουδήποτε ό.π.τ. : Το παιί έπε κι: «πούγι να πας;» ντο τσ̑ι̂ράκ' έπε κι: «Να πω 'γώ, ισ̑ύ οπούγι παίνεις.» (Το παιδί είπε ότι: «πού θα πας;"· Ο υπηρέτης είπε ότι: «Εγώ θα πάω όπου πας εσύ».) Ουλαγ. -Dawk. Ας μπιτιρίσω ντο μετέλ’, και οπούχ' να πάτ', αμέτ' (Ας τελειώσω το παραμύθι, και όπου είναι να πάτε ας πάτε) Ουλαγ. -Dawk. Να πω 'γώ, ισ̑ύ οπούγι παίνεις (θα πάω εγώ, όπου εσύ πηγαίνεις) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. όπου, πούταν, τσάπου