ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορένι (ουσ. ουδ.) ο̈ρέν' [øˈren] Αραβ., Μαλακ., Τσαρικ., Τσελτ. ϋρένι [yˈreni] Μισθ. ουρένι [uˈreni] Μισθ. οράνι [oˈrani] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. οράν' [οˈran] Τσαρικ. ουράν' [uˈran] Μισθ. ουριάν [uˈrʝan] Μισθ. Πληθ. ο̈ρένια [øˈreɲa] Μισθ., Ποτάμ. ϋρένια [yˈreɲa] Μισθ., Σίλατ. ορένια [oˈreɲa] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. γιορένια [ʝoˈreɲa] Φλογ. οράνια [oˈraɲa] Φκόσ. οράνα [oˈrana] Κίσκ., Φάρασ. ρένκια [ˈrenca] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. ören = α) ερείπιο β) διαλεκτ., τοίχος χωρίς κονίαμα γ) πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.
1. Ερείπιο, οικόπεδο παλιού σπιτιού ό.π.τ. : Ήτουν ένα λαχτόρι, πήγε σ’ α οράνι, ηύρεν αν καθόκκο (Ήταν ένας κόκορας, πήγε σε ένα ερείπιο, βρήκε έναν θάμνο με αγκάθια) Φάρασ. -Dawk. Ουρένια ήταν, χάνια, μάρμαρα, πηγάδια (Ερείπια ήταν, χάνια, μάρμαρα, πηγάδια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σα οράνα, τζάπου ήσανdε παλέ εκκλησίας τόποι (Στα ερείπια, εκεί που ήταν θέσεις παλιών εκκλησιών) Σατ. -Παπαδ. Κρυβιότανε στα ϋρένια (Κρυβότανε στα χαλάσματα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Σάμο έφυγαν, 'κούλ’θ'σαμ' την στράτα, ξείλ’σαμ' 'ς αν παλό ορένι, 'πνώσαμ' ατζεί (Μόλις έφυγαν (οι κλέφτες), ακολουθήσαμε τον δρόμο, φτάσαμε σ' ένα παλιό ερείπιο, κοιμηθήκαμε εκεί) Φάρασ. -Thumb Σα οράνε μέσα ήτουν πολλά θάλε συγκομμένα (Μέσα στα χαλάσματα ήταν πολλές πελεκημένες πέτρες) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Α Συνών. βεράνι :1, γικίχ :2, χαραπάτι, χαράπι :1
2. Παλιά υπόγεια σήραγγα Μισθ., Ποτάμ., Τσαρικ., Τσελτ. : Kατέαμ', σέμαμ' σου ουράν' λέ ούς να φωτίσ' (Κατεβήκαμε, μπήκαμε στην υπόγεια σήραγγα, λέει, μέχρι να ξημερώσει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γκα̈λάρια, ουράνια, λέισκι, φέισκι, μούλλουναν, κατακώλαναν ντα Tούρτσ̑' (Κελάρια, υπόγεια, λέει, έφευγαν, κρύβονταν, τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κατεβαίνισκαμ’ ’ς ουράνια μέσα, ’ς ουράνια κρυβόμασταν (Κατεβαίναμε στις υπόγειες στοές μέσα, στις υπόγειες στοές κρυβόμασταν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πβ. σαβατσάχ
3. Ερημιά, εγκαταλελειμμένος τόπος Φάρασ. : 'φήνουν μες νηστικά σα οράνα (Μας αφήνουν νηστικά στις ερημιές) Φάρασ. -Παπαδ.
4. Σωρός σκουπιδιών, κοπριάς κ.τ.ο. Φάρασ. : Βίνεψεν του φσ̑όκκου το ιλέσ̑ι σο οράνι (Πέταξε το πτώμα του παιδιού στον σωρό από την κοπριά) Φάρασ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025