ορένι
(ουσ. ουδ.)
ο̈ρέν'
[øˈren]
Αραβ., Μαλακ., Τσαρικ., Τσελτ.
ϋρένι
[yˈreni]
Μισθ.
ουρένι
[uˈreni]
Μισθ.
οράνι
[oˈrani]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
οράν'
[οˈran]
Τσαρικ.
ουράν'
[uˈran]
Μισθ.
ουριάν
[uˈrʝan]
Μισθ.
Πληθ.
ο̈ρένια
[øˈreɲa]
Μισθ., Ποτάμ.
ϋρένια
[yˈreɲa]
Μισθ., Σίλατ.
ορένια
[oˈreɲa]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
γιορένια
[ʝoˈreɲa]
Φλογ.
οράνια
[oˈraɲa]
Φκόσ.
οράνα
[oˈrana]
Κίσκ., Φάρασ.
ρένκια
[ˈrenca]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ören = α) ερείπιο β) διαλεκτ., τοίχος χωρίς κονίαμα γ) πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.
1. Ερείπιο, οικόπεδο παλιού σπιτιού
ό.π.τ.
:
Ήτουν ένα λαχτόρι, πήγε σ’ α οράνι, ηύρεν αν καθόκκο
(Ήταν ένας κόκορας, πήγε σε ένα ερείπιο, βρήκε έναν θάμνο με αγκάθια)
Φάρασ.
-Dawk.
Ουρένια ήταν, χάνια, μάρμαρα, πηγάδια
(Ερείπια ήταν, χάνια, μάρμαρα, πηγάδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σα οράνα, τζάπου ήσανdε παλέ εκκλησίας τόποι
(Στα ερείπια, εκεί που ήταν θέσεις παλιών εκκλησιών)
Σατ.
-Παπαδ.
Κρυβιότανε στα ϋρένια
(Κρυβότανε στα χαλάσματα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Σάμο έφυγαν, 'κούλ’θ'σαμ' την στράτα, ξείλ’σαμ' 'ς αν παλό ορένι, 'πνώσαμ' ατζεί
(Μόλις έφυγαν (οι κλέφτες), ακολουθήσαμε τον δρόμο, φτάσαμε σ' ένα παλιό ερείπιο, κοιμηθήκαμε εκεί)
Φάρασ.
-Thumb
Σα οράνε μέσα ήτουν πολλά θάλε συγκομμένα
(Μέσα στα χαλάσματα ήταν πολλές πελεκημένες πέτρες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Α
Συνών.
βεράνι :1, γικίχ :2, χαραπάτι, χαράπι :1
2. Παλιά υπόγεια σήραγγα
Μισθ., Ποτάμ., Τσαρικ., Τσελτ.
:
Kατέαμ', σέμαμ' σου ουράν' λέ ούς να φωτίσ'
(Κατεβήκαμε, μπήκαμε στην υπόγεια σήραγγα, λέει, μέχρι να ξημερώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γκα̈λάρια, ουράνια, λέισκι, φέισκι, μούλλουναν, κατακώλαναν ντα Tούρτσ̑'
(Κελάρια, υπόγεια, λέει, έφευγαν, κρύβονταν, τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κατεβαίνισκαμ’ ’ς ουράνια μέσα, ’ς ουράνια κρυβόμασταν
(Κατεβαίναμε στις υπόγειες στοές μέσα, στις υπόγειες στοές κρυβόμασταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πβ.
σαβατσάχ
3. Ερημιά, εγκαταλελειμμένος τόπος
Φάρασ.
:
'φήνουν μες νηστικά σα οράνα
(Μας αφήνουν νηστικά στις ερημιές)
Φάρασ.
-Παπαδ.
4. Σωρός σκουπιδιών, κοπριάς κ.τ.ο.
Φάρασ.
:
Βίνεψεν του φσ̑όκκου το ιλέσ̑ι σο οράνι
(Πέταξε το πτώμα του παιδιού στον σωρό από την κοπριά)
Φάρασ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025