ορθόδοξος
(επίθ.)
ορτόdοξος
[orˈtοdoksοs]
Αραβαν.
Μεταγν. ουσ. ὀρτόδοξος (σε επιγρ. από την Φρυγία (πβ. MAMA 1.290.7-11 «πρε[σ]βυτέρου τῆς ἁγίας ἐκλησίας τῶν Ὀρτοδόξων») των τελών του 4ου αι. μ.Χ.) από το ουσ. ὀρθόδοξος από το μεταγν. επίθ. ὀρθόδοξος με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ. Πβ. και τουρκ. ortodoks.
Ορθόδοξος χριστιανός