ορθόδοξος
(επίθ.)
ορτόdοξος
[orˈtοdoksοs]
Αραβαν.
Μεταγν. επίθ. ὀρθόδοξος. Ο τύπ. ορτόδοξος ήδη μεταγν., σε επιγρ. από την Φρυγία (πβ. MAMA 1.290.7-11 «πρε[σ]βυτέρου τῆς ἁγίας ἐκλησίας τῶν Ὀρτοδόξων») των τελών του 4ου αι. μ.Χ.
Ορθόδοξος χριστιανός
Τροποποιήθηκε: 09/07/2025