ορθόξυλο
(ουσ. ουδ.)
ορτόξυλο
[orˈtoksilo]
Σινασσ.
Από το επίθ. ορθός, όπου και τύπ. ορτός, και το ουσ. ξύλο.
Ξύλινο φτυάρι για τον φούρνο