ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όρεξη (ουσ. θηλ.) όρεξη [ˈoreksi] Μισθ. όριξη [ˈoriksi] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. ὄρεξις.
1. Η όρεξη για φαγητό ό.π.τ. : Ντα κ’λάτσ̑α τρώισκάν ντου μι όρεξη (τα παιδιά το έτρωγαν με όρεξη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Άνοιξιν όρεξη μ' (άνοιξε η όρεξή μου˙ άρχισα να πεινάω) Μισθ. -Κοτσαν. Πιάν’ σι όρεξη (σε πιάνει η όρεξη˙ αρχίζεις να πεινάς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Η διάθεση για να κάνω μιά δραστηριότητα Μισθ. : Ντέν έχου όρεξη να χιωρήσου (δεν έχω διάθεση να δουλέψω) Μισθ. -Κοτσαν.
Συνών. ιστάχι