όρεξη
(ουσ. θηλ.)
όρεξη
[ˈoreksi]
Μισθ.
όριξη
[ˈoriksi]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ὄρεξις.
1. Η όρεξη για φαγητό
ό.π.τ.
:
Ντα κ’λάτσ̑α τρώισκάν ντου μι όρεξη
(τα παιδιά το έτρωγαν με όρεξη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Άνοιξιν όρεξη μ'
(άνοιξε η όρεξή μου˙ άρχισα να πεινάω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πιάν’ σι όρεξη
(σε πιάνει η όρεξη˙ αρχίζεις να πεινάς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Η διάθεση για να κάνω μιά δραστηριότητα
Μισθ.
:
Ντέν έχου όρεξη να χιωρήσου
(δεν έχω διάθεση να δουλέψω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ιστάχι