οπούθερτα
(επίρρ.)
πούδερτα
[ʹpuðerta]
Φλογ.
Από το επίρρ. οπούθε και το επίρρ. ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Αναφορ. τοπ. επίρρ., από όπου, από όποια κατεύθυνση
:
Παίδια, εχτές βασ̑ιλιός πούδερτα πήγεν ας πάμε ας τολαντίσωμε ιμιά
(Παιδιά, ας τριγυρίσουμε από εκεί που πήγε χτες ο βασιλιάς)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025