ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστάχι (ουσ. ουδ.) ισ̑τάχ' [iˈʃtax] Αραβαν. ισ̑τάχ̇ι [iˈʃtaxi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. iştah = όρεξη.
Όρεξη, διάθεση ό.π.τ. : Ασ' το σεράι ήρτε ένα νουμάτσ̑ης και ήφερε σο κορίσ̑' γεμέκ· εκείνο το μέρα χιτς̑ ντεν είχε ισ̑τάχ' (Από το παλάτι ήρθε ένας άνθρωπος και έφερε στην κοπέλα φαγητό· εκείνη την ημέρα δεν είχε καθόλου όρεξη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. όρεξη