ισράρ
(ουσ. ουδ.)
ισράρ
[isˈrar]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ısrar = επιμονή.
Επιμονή
:
|| Φρ.
Σ̑άνω ισράρ
(Κάνω επιμονή˙ επιμένω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.