ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ίσιος (επίθ.) γίσ̑ου [ˈʝiʃu] Μισθ. Από το μεσν. επίθ. ἴσιος < αρχ. ἴσος.
Ίσιος : Γίσ̑ου τόπους (Ίσιο έδαφος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γίσου χόρους (Ίσιος χορός, είδος παραδοσιακού χορού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ιτά στράδα τσ̑είδι γίσ̑ου (Αυτός ο δρόμος είναι ίσιος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. ντογρούς, ορθός, ορθούτσικος