ισλίχι
(ουσ. ουδ.)
ισλίχ'
[isˈlix]
Σίλ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ıslık = σφύριγμα, συριστικός ήχος
Σφύριγμα
ό.π.τ.
:
Τσ̑αλντώ ισλίχ
(Σφυρίζω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Οπ' φιριών τα ισλίχια κι οπ' τα ουλουτζήματα αλουπιών κι τζαναβαριών πεκ πολύ φοβήσκαμι
(Από τους συριγμούς των φιδιών και από τα ουρλιαχτά των αλεπούδων και των θηρίων φοβηθήκαμε πάρα πολύ)
Σίλ.
-Λεύκωμα
Ως τ' αβόπουρμα δεν σαλήσαμι το μάdζι μας, οπ' χαριλτού κι οπ' τ' ισλίχ'
(Ως το πρωί δεν κλείσαμε μάτι, από τον θόρυβο και από το σφύριγμα του αέρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα