ισαλλάχ
(επιφ.)
ισ̑αλλάχ
[iʃaˈlax]
Ποτάμ., Σινασσ.
ισ̑αλ-λά
[iʃalˈla]
Αφσάρ., Φάρασ.
ισαλλά
[isaˈla]
Μισθ.
Από το τουρκ. επιφ. inşallah = αν θέλει ο Αλλάχ, όπου και τύπ. işallah (Redhouse).
Μακάρι
ό.π.τ.
:
Ισ̑αλ-λά να ψοφήσει!
(Μακάρι να ψοφήσει!)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ισ̑αλ-λά μου νάρτ͑ει!
(Μακάρι να μην ἐρθει!)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Ίσαλλα, Χεού καλό με ρανάς
(Μακάρι, Θεού καλό να μη δεις)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ίσαλλαχ ταλλοσήμερα φερίσκω και τον τηλέγραφο
(Μακάρι σε μιά βδομάδα από σήμερα να σου φέρω και το τηλεγράφημα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
ας :4, ιλάχι, κάμο, κέσκε, μακάρι, να