ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμο (επίρρ.) κάμο [ˈkamo] Φάρασ. καμό [kaˈmo] Αφσάρ., Φάρασ. Κατά τον Αναστασιάδη (1976: 207) από την φρ. κάμε ως. Πιθ. από το αρχ. κἂν μή. Πβ. το απορηματικό επίρρ. κάμου = μήπως; λες; Θρακ. Εναλλακτικά, από την τουρκ. φρ. kâm u nakâm = θες δεν θες. Κατά τον Dawkins (1916: 606) αρμεν. προελεύσεως.
Τουλάχιστον : Καμό 'ς πης τσ̑αί συ 'ντάμα τουν! (Τουλάχιστον ας πήγαινες κι εσύ μαζί του!) Φάρασ. -Αναστασ. Καμό δέβου τσ̑αι συ! (Τουλάχιστον πήγαινε κι εσύ!) Αφσάρ. -Αναστασ. Καμό σήμουρου μου βρέσ̑ισιν (Τουλάχιστον σήμερα ας μην έβρεχε) Φάρασ. -Αναστασ. Καμό σου να 'ινούμε Τουρτσ̑ίουν, να υπάμε να πνιγούμε σο ποτάμι (Τουλάχιστον αντί να γίνουμε κτήμα των Τούρκων, να πάμε να πνιγούμε στο ποτάμι) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. μπάριμ, χα
Τροποποιήθηκε: 20/10/2025