κάμο
(επίρρ.)
κάμο
[ˈkamo]
Φάρασ.
καμό
[kaˈmo]
Αφσάρ., Φάρασ.
Κατά τον Αναστασιάδη (1976: 207) από την φρ. κάμε ως. Πιθ. από το αρχ. κἂν μή. Πβ. το απορηματικό επίρρ. κάμου = μήπως; λες; Θρακ. Εναλλακτικά, από την τουρκ. φρ. kâm u nakâm = θες δεν θες.
β.
Τουλάχιστον
:
Καμό 'ς πης τσ̑αί συ 'ντάμα τουν!
(Τουλάχιστον ας πήγαινες κι εσύ μαζί του!
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Καμό σου να 'ινούμε Τουρτσ̑ίουν, να υπάμε να πνιγούμε σο ποτάμι
(Τουλάχιστον αντί να γίνουμε κτήμα των Τούρκων, να πάμε να πνιγούμε στο ποτάμι
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Καμό δέβου τσ̑αι συ!
(Τουλάχιστον πήγαινε κι εσύ!
)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
γ.
Καλύτερα