καμπάλα
(ουσ. θηλ.)
καμbάλα
[kamˈbala]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kabbar = κάπαρη, απώτερα ελλ. αρχής από το αρχ. ουσ. κάππαρις (Τzitzilis 1987a: 54), όπου και διαλεκτ. τύπ. gebere και gebre = είδος αγκαθωτού φυτού που φυτρώνει σε βραδώδεις τόπους και το τρώνε οι καμήλες (THADS 6, λ. gebere IΙ, gebre II).
Πβ.
γαλγάνι
Γαϊδουράγκαθο
:
|| Παροιμ.
Το καμήλι να 'υρεύει καμbάλες, 'ς μακρύνει τον φσόντυόν του
(Η καμήλα αν γυρεύει γαϊδουράγκαθα, ας μακρύνει τον λαιμό της˙ για να επιτύχει κανείς κάτι, απαιτείται προσωπική προσπάθεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.